- ἀναθεματικός
- ἀ̱ναθεματικός , ἀναθεματίζωdevote to evilperf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)ἀναθεματικόςCultes Égyptiensmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναθεματικά — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens neut nom/voc/acc pl ἀναθεματικά̱ , ἀναθεματικός Cultes Égyptiens fem nom/voc/acc dual ἀναθεματικά̱ , ἀναθεματικός Cultes Égyptiens fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικῶν — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens fem gen pl ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικόν — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc acc sg ἀναθεματικός Cultes Égyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικοῖς — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικοί — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικούς — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικῷ — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματικώς — ἀ̱ναθεματικώς , ἀναθεματίζω devote to evil perf part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἀναθεματικός Cultes Égyptiens masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)